- ὑπόστεγος
- ὑπόστεγοςunder the roofmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόστεγος — η, ο/ ὑπόστεγος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από στέγη 2. ο καλυμμένος με στέγη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόστεγο χώρος στεγασμένος αλλά όχι κλεισμένος ολόγυρα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. ἡ υπωροφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεγος (<… … Dictionary of Greek
ὑπόστεγον — ὑπόστεγος under the roof masc/fem acc sg ὑπόστεγος under the roof neut nom/voc/acc sg ὑποστέγω cover up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑποστέγω cover up imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστέγοις — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut dat pl ὑποστέγω cover up pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστέγου — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut gen sg ὑποστέγω cover up pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑποστέγω cover up imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστέγους — ὑπόστεγος under the roof masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστέγων — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut gen pl ὑποστέγω cover up pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστέγῳ — ὑπόστεγος under the roof masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστεγα — ὑπόστεγος under the roof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστεγοι — ὑπόστεγος under the roof masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… … Dictionary of Greek